ζαφάγος

ζαφάγος
ζαφάγος, -ον (Α)
γαστρίμαργος, κοιλιόδουλος, πολυφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + -φαγος (< φαγείν απρμφ. αορ. β' τού εσθίω), πρβλ. παμφάγος, χορτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”